έμπρακτος

έμπρακτος
ος , ον , εμπραχτ||ος, η , ο
1) доказанный на деле;

έμπρακτη φιλοπατρία — истинный, доказанный на деле патриотизм;

2) юр. :

έμπρακτ μετάνοια — добровольное возмещение убытков пострадавшему


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "έμπρακτος" в других словарях:

  • ἔμπρακτος — within one s power to do masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπρακτος — η, ο (AM ἔμπρακτος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.») 2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο μσν. (νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • έμπρακτος — η, ο επίρρ. α που εκδηλώνεται στην πράξη, που βεβαιώνεται από τα πράγματα: Έμπρακτη φιλανθρωπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπρακτότερον — ἔμπρακτος within one s power to do adverbial comp ἔμπρακτος within one s power to do masc acc comp sg ἔμπρακτος within one s power to do neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπράκτως — ἔμπρακτος within one s power to do adverbial ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπρακτον — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem acc sg ἔμπρακτος within one s power to do neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπρακτότερα — ἔμπρακτος within one s power to do neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπράκτοις — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπράκτου — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπράκτους — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπράκτων — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»