ἔμπρακτος — within one s power to do masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπρακτος — η, ο (AM ἔμπρακτος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.») 2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο μσν. (νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται αρχ.… … Dictionary of Greek
έμπρακτος — η, ο επίρρ. α που εκδηλώνεται στην πράξη, που βεβαιώνεται από τα πράγματα: Έμπρακτη φιλανθρωπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμπρακτότερον — ἔμπρακτος within one s power to do adverbial comp ἔμπρακτος within one s power to do masc acc comp sg ἔμπρακτος within one s power to do neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπράκτως — ἔμπρακτος within one s power to do adverbial ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπρακτον — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem acc sg ἔμπρακτος within one s power to do neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπρακτότερα — ἔμπρακτος within one s power to do neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπράκτοις — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπράκτου — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπράκτους — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπράκτων — ἔμπρακτος within one s power to do masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)